- σκάβω
- σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο 'σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι», Μαρκοράςβ. «τάφρον... ἔσκαπτον», Θουκ.γ. «σκάπτων, ἀρῶν γῆν, ποιμνίοις ἐπιστατῶν», Ευρ.)2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τα εσκαμμέναα) γραμμή σκαμμένη και χρησιμοποιούμενη ως όριοβ) (κυρίως μτφ.) τα επιτρεπτά όρια («υπερβαίνει τα εσκαμμένα»)νεοελλ.1. μτφ. α) ανοίγω κοίλωμα σε μια επιφάνεια ή σε ένα στερεό σώμα, σκαλίζωβ) (κυρίως σχετικά με το δέρμα) τσακίζω, ρυτιδώνω («ο πόνος τού έχει σκάψει το πρόσωπο»)γ) εξασθενίζω, υποσκάπτω2. φρ. «σκάβω τον λάκκο κάποιου» — μηχανεύομαι τον τρόπο καταστροφής κάποιου, τού ετοιμάζω μεγάλη ζημιάαρχ.1. καλλιεργώ και, κυρίως, περιποιούμαι κάτι σκάβοντας («φυτὰ σκάπτειν», Υμν. Ερμ.)2. φρ. «σκάπτει μοχλεύει θύρετρα»μτφ. φέρνει στο φως, ξεθάβει (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σκάπτω εμφανίζει στα παράγωγά του δύο μορφές θεμάτων: σκαπ- (πρβλ. σκαπ-άνη, σκάμμα < *σκάπ-μα) και σκαφ- (πρβλ. σκάφ-η, σκάφ-ος), οι οποίες διατηρούν το -α- (πιθ. χαρακτηριστικό τεχνικών όρων και λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι]) και διαφέρουν ως προς τη δασύτητα τού ληκτικού συμφώνου. Δεν είναι, όμως, δυνατόν να εξακριβωθεί αν αρχική είναι η μορφή σκαφ- (πρβλ. λατ. scabo «ξύνω», γοτθ. scaban «ξύνω», λιθουαν. skabiu «κόβω»), απ' την οποία προήλθε η μορφή σκαπ- με κάποια φωνητική εξέλιξη ή αναλογική επίδραση, ή αν πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία το σκαπ- (πρβλ. λατ. scapulae «ωμοπλάτες», πιθ. λόγω τού ότι τα κόκαλα τής ωμοπλάτης χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή κάποιου σκαπτικού εργαλείου), οπότε το σκαφ- προήλθε αναλογικά προς τα θάπ-τω: τάφ-ος. Ωστόσο, όλες αυτές οι συνδέσεις, όπως και η αναγωγή τού ρ. σκάπτω στην ΙΕ ρίζα *(s)kep- / (s)kap- «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο, κόβω» (στην οποία ανάγονται, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, και οι λ. κόπτω, σπέπαρνος) είναι πιθανές, παραμένουν, όμως, ανεπιβεβαίωτες. Η οικογένεια τού ρ. σκάπτω, εκτός από την κύριά του σημ., εμφανίζει και τη σημ. «κάνω κάτι κοίλο, ανοίγω κοίλωμα», την οποία διατηρούν κυρίως οι τ. με θ. σκαφ- (πρβλ. σκάφη, σκάφος), ενώ οι τ. με θ. σκαπ- έχουν τεχνική σημ. (πρβλ. σκαπ-άνη). Ο νεοελλ. τ. σκάβω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔσκαψα κατά το σχήμα ἔθλιψα: θλίβω, ἔτριψα: τρίβω (πρβλ. κλέβω: κλέπτω), ενώ ο τ. σκάφτω με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. ράπτω: ράφτω).ΠΑΡ. σκαπάνη, σκαφέας(-εύς), σκαφείο(ν), σκάφη, σκαφή, σκαφίδι(ον), σκαφίτης, σκάφος (II), σκαφτός / σκαπτόςαρχ.σκάπετος, σκαπτήρ, σκάφαλος, σκαφετός, σκαφία, σκάφιον, σκαφίςαρχ.-μσν.σκαφητός, σκάφος (Ι)μσν.σκάφησιςνεοελλ.σκαπτικός, σκάφη, σκάψιμο.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανασκάπτω, εκσκάπτω, κατασκάπτω, περισκάπτωαρχ.διασκάπτω, εγκατασκάπτω, επικατασκάπτω, επισκάπτω, μετασκάπτω, παρασκάπτω, προσκατασκάπτω, συγκατασκάπτω, συνανασκάπτωνεοελλ.αποσκάβω, ενσκάπτω, ξανασκάβω, ξεσκάβω, υποσκάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.